πάουντ

πάουντ
(paound). Αγγλική ονομασία της λίρας στερλίνας και της μονάδας βάρους, που είναι γνωστή ως λίτρο. Βρετανικό νόμισμα δυο λιρών (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πάουντ, Έζρα Λούμις — (Pound, Ezra Loomis, Χέιλι, Αïντάχο 1885 – Βενετία 1972). Αμερικανός ποιητής και κριτικός. Αφού δίδαξε για ένα διάστημα στο Ουόμπας Κόλετζ, εγκατέλειψε τις ΗΠΑ το 1908 και εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη, πρώτα στο Λονδίνο, αργότερα στο Παρίσι μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • ιμαζιστές — (imagists). Ομάδα Άγγλων και Αμερικανών ποιητών που έγραψαν τα έργα τους από το 1909 έως το 1917 περίπου. Ανάμεσά τους ήταν ο Έζρα Πάουντ, η Άμι Λόουελ, ο Ρίτσαρντ Άλντινγκτον, ο Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς, η Χίλντα Ντουλίτλ και ο Φρανκ Στιούαρτ… …   Dictionary of Greek

  • Λόουελ, Έμι Λόρενς — (Amy Lawrence Lowell, Μπρούκλιν Μασαχουσέτης 1874 – 1925). Αμερικανίδα ποιήτρια, βιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Η εκλεπτυσμένη παιδεία της συνετέλεσε στη γρήγορη εξοικείωσή της με τις πιο ζωντανές πνευματικές εμπειρίες της εποχής της, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που …   Dictionary of Greek

  • Βιστωνίτης, Αναστάσιος — (Κομοτηνή 1952 –).Μεταφραστής, δοκιμιογράφος και ποιητής. Νέος εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και εργάζεται. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έχει γράψει ποιήματα, δοκίμια, κριτικές μελέτες και έχει μεταφράσει ξένους ποιητές,… …   Dictionary of Greek

  • Έλιοτ, ΤΣ (Τόμας Στερνς) — (Thomas Stearns Eliot, Σεν Λούις, Μιζούρι 1888 – Λονδίνο 1965). Αμερικανός ποιητής, που αργότερα πήρε την αγγλική υπηκοότητα. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και στη συνέχεια στο Παρίσι και στην Οξφόρδη, όπου ανακάλυψε και μελέτησε την ποίηση των Γάλλων… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”